- ἀπαγορευτικούς
- ἀπαγορευτικόςprohibitorymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek